Ατελείωτες ουρές σε συσσίτια και εκδηλώσεις δωρεάν διανομής τροφίμων, πλήθος αστέγων, στρατιές μακροχρόνια ανέργων που δεν δικαιούνται πλέον επίδομα, κατεβασμένα ρολά σε εμπορικούς δρόμους, συρρίκνωση αποδοχών και κατανάλωσης αποτελούν την άλλη πλευρά του νομίσματος της τετραετούς δημοσιονομικής προσαρμογής και των υψηλών πλεονασμάτων.
Οι εικόνες της καθημερινότητας σοκάρουν. Τα στοιχεία για την έξαρση της φτώχειας στην Ελλάδα είναι αποκαρδιωτικά.
- Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας είτε σε κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα (2012) ανέρχεται στο 34,6%, δηλαδή 3.795.100 άτομα. Πρόκειται για ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ καθώς πάνω από την Ελλάδα βρίσκονται μόνο η Βουλγαρία (49,3%), η Ρουμανία (41,7%) και η Λετονία (36,6%).
- Κάτω από το όριο της φτώχειας (5.708 € ετησίως το άτομο ή 11.986 € για 4μελή οικογένεια) ζουν 914.873 νοικοκυριά με συνολικό αριθμό μελών 2.535.700 άτομα. Το ποσοστό έχει ανέβει στο 23,1% που είναι και το υψηλότερο στην Ε.Ε.
- Το 50% των φτωχών ή 1.267.850 άτομα έχουν εισόδημα κάτω από 4.000 € ετησίως ανά άτομο.
- Η «απόλυτη» φτώχεια (υπολογίζεται σε σύγκριση με το εισοδηματικό όριο φτώχειας του 2015) έχει σχεδόν διπλασιαστεί μέσα στα δύο τελευταία χρόνια. Αυξήθηκε κατά 16 εκατοστιαίες μονάδες ή 98,2%.
- Στους άνεργους άνδρες το ποσοστό φτώχειας έφθασε το 52,1% και στα μονογονεϊκά νοικοκυριά με ένα παιδί στο 66% από 33,4% το 2010.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην τελευταία σχετική μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος τονίζεται πως ο κύριος μηχανισμός διεύρυνσης της φτώχειας στην περίοδο της τρέχουσας κρίσης είναι η κατακόρυφη αύξηση των ανέργων (πλησιάζουν το 1,5 εκατ. άτομα από 335 χιλιάδες στο τέλος του 2008) και η διάρκεια της ανεργίας (οι μακροχρόνια άνεργοι αυξήθηκαν από 185.000 κοντά στο 1 εκατ.). Εξάλλου στο «μισό» έχει μειωθεί το πραγματικό εισόδημα μισθωτών και συνταξιούχων τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Το «ψαλίδι» σε μισθούς και συντάξεις σε συνδυασμό με τους φόρους και τις ειδικές εισφορές οδήγησαν στη συρρίκνωση των οικογενειακών προϋπολογισμών. Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ για τις επιπτώσεις που έχει μια σειρά μέτρων στο πραγματικό εισόδημα των μισθωτών. Ενδεικτικά αναφέρεται πως η αγοραστική δύναμη όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό έχει πλέον επιστρέψει στα επίπεδα της δεκαετίας του 1970.
Από μεγαλοστέλεχος έγινα ζητιάνος
Δύσκολο να ξεπεράσεις το σοκ στη θέα ενός καλοντυμένου και καλοζωισμένου ανθρώπου που στέκεται όρθιος με τις ώρες έξω από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Κι όμως ο Βαγγέλης, άλλοτε υψηλόβαθμο στέλεχος ξένης αεροπορικής εταιρείας, «ξεροσταλιάζει» ακριβώς εκεί, στον ναό του χρήματος, και φωνάζει στους περαστικούς: «...λίγη βοήθεια παρακαλώ». Εκεί τον βρήκε και το «Εθνος της Κυριακής». Από μακριά έμοιαζε με έναν συνηθισμένο επαίτη, από τους δεκάδες που χτύπησε η κρίση. Πλησιάζοντας, όμως, και πίσω από τα ακριβά κοκάλινα γυαλιά, που έκρυβαν τα θλιμμένα μάτια, είδαμε ακόμη μια, καμένη από την κρίση, ζωή.
«Δεν περίμενα ποτέ ότι θα βρισκόμουν σε αυτήν τη θέση. Ζούσα μια γεμάτη καθημερινότητα. Τα είχα όλα και τα έχασα όλα. Δύο φορές πήγα σε μία γέφυρα από όπου περνάει το τρένο, αλλά δεν προχώρησα», μας λέει, σκύβοντας από ντροπή και πίκρα το κεφάλι του, μιλώντας για το τέλος που θέλησε να δώσει στη ζωή του. Ο Βαγγέλης είναι 61 ετών. Εργαζόταν σε αεροπορική εταιρεία και ξαφνικά πήρε το χαρτί της απόλυσης: «Πίστευα ότι μια τέτοια εταιρεία θα ήταν αδύνατον να φτάσει στο σημείο που έφτασε. Κι όμως... βρέθηκα να ζητιανεύω στον δρόμο μέχρι να βγει η σύνταξή μου τον Ιούλιο», υποστηρίζει ο σοβαρός κύριος με τα ωραία και καθαρά ρούχα, που έφτασε να απλώνει το χέρι στους περαστικούς.
ΒΙΟΤΕΧΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
Το Μεγάλο Σάββατο γύρισα σπίτι και έφαγα μόνο ένα γιαούρτι
Η βιοτεχνία της οικογένειας της Ε.Μ. άνοιξε στο Περιστέρι το 1968. Ανέπτυξε μεγάλο δίκτυο πελατών, επένδυσε σε σύγχρονα μηχανήματα και προμήθευε για πολλά χρόνια καταστήματα σε όλη την Ελλάδα με παπλώματα, κουβέρτες, κουρτίνες, κουβερλί κ.ά. «Ημασταν όνομα στην αγορά. Το 1990 είχαμε 10 εργαζόμενους». Τη συναντάμε στο πολυϊατρείο των Γιατρών του Κόσμου. Εχει έρθει από το Περιστέρι, όπου μένει, για να πάρει φάρμακα και τρόφιμα... «Ηταν πολύ καλή η ζωή μας. Είχαμε τα αυτοκίνητά μας, τις διακοπές μας στο εξωτερικό, τα παιδιά μας σπούδασαν σε πανεπιστήμια. Ημασταν τίμιοι. Δεν κλέψαμε κανέναν. Μέχρι το 2007 δεν χρωστούσαμε πουθενά. Χτίζονταν καινούργια σπίτια, ψώνιζε ο κόσμος. Τότε άρχισε η κατρακύλα».
Απέλυσαν σταδιακά τους υπαλλήλους τους και στις αρχές του 2012 έβαλαν λουκέτο. «Η κρίση μας τσάκισε. Δεν υπήρχαν έσοδα, μπαίναμε συνεχώς μέσα. Κάποια στιγμή φοβηθήκαμε πως θα πάμε φυλακή ή θα μας πάρουνε το σπίτι. Ακόμη φοβάμαι για το σπίτι, επειδή χρωστάμε στην Εφορία». Χρωστούν και στο Ταμείο τους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να πάρουν σύνταξη και να είναι ανασφάλιστοι. Η μια της κόρη είναι άνεργη. Η δεύτερη παντρεμένη με παιδιά και άντρα άνεργο. Τα όνειρά της ήταν απλά. Να βγει στη σύνταξη, να έχει τα εγγόνια της, μια ήσυχη ζωή. «Να μπορούμε να βγαίνουμε με το κεφάλι ψηλά κι όχι να ντρέπομαι να κυκλοφορήσω. Είχαμε αξιοπρέπεια. Τώρα δεν βγαίνει η μέρα. Τι να πω; Πως γύρισα Μεγάλο Σάββατο στο σπίτι κι έφαγα ένα γιαούρτι; Πως πάμε σούπερ μάρκετ και ψάχνουμε τις προσφορές για ένα σαμπουάν; Στην αρχή είχα δύναμη. Τώρα σφίγγω τα δόντια και τα έσπασα κι αυτά, επειδή πρέπει να σταθώ σε πολλούς. Και το χειρότερο είναι πως δεν βλέπω μέλλον».
ΓΛΥΦΑΔΑ
Ζούμε χωρίς ρεύμα και με 250 € τον μήνα
Τον δικό της Γολγοθά ζει από τον Απρίλιο του 2010 η οικογένεια της 39χρονης Ιωάννας Καρυώτη, μητέρας 4 παιδιών, αφού λόγω αδυναμίας να εξοφλήσει τους λογαριασμούς της ΔΕΗ είναι αναγκασμένη να ζει στο σκοτάδι. Η οικογένεια ζει σ' ένα σπίτι 120 τ.μ. στην Ανω Γλυφάδα, το οποίο είναι προίκα της Ιωάννας. Είχαν μια άνετη ζωή, ο άντρας της εργαζόταν για πολλά χρόνια σε νυχτερινό κέντρο, ώσπου ήρθε η κρίση.
Η Ιωάννα μας υποδέχτηκε στο διαμέρισμά της, συντροφιά με τα τρία ανήλικα παιδιά της. Ο σύζυγός της βρισκόταν στη δουλειά, ενώ ο 18χρονος γιος της, Αλέξανδρος, ήταν στο πανεπιστήμιο, αφού σήμερα είναι πρωτοετής στο Πάντειο. «Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι δεν θα μπορούμε ν' ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας. Το μοναδικό μας εισόδημα αυτή τη στιγμή είναι τα 250 ευρώ που παίρνει ο σύζυγός μου από την περιστασιακή εργασία του. Οπως καταλαβαίνετε αυτά δεν φτάνουν ούτε για το φαγητό», λέει η Ιωάννα. Τα έξοδα όλο αυτό το διάστημα τεράστια και ο λογαριασμός της ΔΕΗ, με τα χαράτσια να τον συνοδεύουν, παραμένει ανεξόφλητος.
Η οφειλή αγγίζει πλέον τα 7.800 ευρώ και μπορεί η ΔΕΗ να δεχόταν τον διακανονισμό, η οικογένεια όμως αδυνατεί να καταβάλει το οποιοδήποτε χρηματικό ποσό αυτή τη στιγμή. «Μα, πώς είναι να ζεις χωρίς ρεύμα;», τη ρωτάμε. «Δύσκολα είναι, κάποιες φορές σε πιάνει απελπισία. Δεν μπορείς να φας ένα κανονικό φαγητό. Τα απλά πράγματα γίνονται Γολγοθάς. Ειδικά το πλύσιμο και το μαγείρεμα. Οταν δεν έχεις ψυγείο, δεν μπορείς να συντηρήσεις τίποτα. Ευτυχώς που στον κάτω όροφο μένουν οι γονείς μου και έτσι τα παιδιά κάνουν μπάνιο εκεί. Ο Αλέξανδρος για να διαβάσει πηγαίνει στους γονείς μου».
Η ΕΛΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΓΚΡΑΤΙ
Πούλησα μέχρι και τις βέρες μου
«Είχαμε 30 χρόνια μαγαζί, ήμασταν νοικοκυραίοι. Και τώρα πουλάμε ό,τι χρυσαφικά, εικόνες, αντίκες έχουμε για να ζήσουμε. Μέχρι και τις βέρες μου έδωσα». Η κ. Ελένη είναι γέννημα θρέμμα Παγκρατιώτισσα. Ομορφα περήφανος άνθρωπος με καταγωγή από το Αϊβαλί. Μας κερνά κουλουράκια και καφέ μόλις μπαίνουμε στο διαμέρισμά της. Και μας προτείνει να φάμε μαζί. Κι ας αναγκάζεται να παίρνει τρόφιμα μέσω του δικτύου της «Αλληλεγγύης για Ολους». Το 1981 άνοιξαν με τον άντρα της κατάστημα στο κέντρο του Παγκρατίου με ποτά, ζαχαρώδη, βιολογικά προϊόντα, ξηρούς καρπούς, καφέδες. Νωρίτερα ο σύζυγός είχε άλλη επιχείρηση. «Πωλούσαμε λιανική και χονδρική σε ξενοδοχεία, καφετέριες κ.α. Τροφοδοτούσαμε πολλές επιχειρήσεις. Ημασταν σε κεντρικό σημείο και το μαγαζί πήγαινε καλά». Λίγο πριν από το 2010 ο κόσμος άρχισε να μην ψωνίζει. «Ακόμη και σε γιορτές σου έλεγαν βάλε μου επτά σοκολατάκια. Είχαμε ελάχιστες εισπράξεις, δεν αντέξαμε». Τον Σεπτέμβρη του 2010 έκλεισαν το μαγαζί.
Είχαν συσσωρευτεί χρέη. Ο άντρας της είχε στο μεταξύ νοσήσει από καρκίνο και είχαν δάνεια σε τράπεζες. «Δεν μπορούσα καν να πουλήσω την επιχείρηση. Δεν αγόραζε κανένας μαγαζί τότε. Ο,τι έκλεινε, άνοιγαν μόνο ενεχυροδανειστήρια». Τώρα ζει από τη σύνταξη χηρείας, 550 ευρώ τον μήνα. Η 22χρονη κόρη της σπουδάζει Οικονομικά. «Ζούμε μια κατάσταση άνευ προηγουμένου. Δεν μας έλειπε τίποτα. Μετά από 21 χρόνια που μένω σε αυτό το σπίτι, τώρα δεν μπορώ πια να πληρώσω το ενοίκιο. Η ιδιοκτήτρια δείχνει κατανόηση, αλλά για πόσο; Τρόφιμα παίρνουμε μέσω της ''Αλληλεγγύης''. Σε ΔΕΗ και ΕΥΔΑΠ έχω κάνει διακανονισμό. Ολη μέρα υπολογίζω και το τελευταίο ευρώ. Και τα βράδια δεν κοιμάμαι. Το χειρότερο είναι πως τα νέα παιδιά σταμάτησαν να κάνουν όνειρα. Η κόρη μου θέλει να φύγει στο εξωτερικό. Αγωνίστηκα εγώ τόσα χρόνια για να ξενιτευτεί το παιδί μου;».