«Στροφή» στην οικονομία με χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, συνιστά μια ομάδα ειδικών ενόψει της συνόδου κορυφής για το κλίμα του ΟΗΕ σε μια έκθεσή της που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Σύμφωνα με αυτή την έκθεση ο κόσμος θα μπορέσει να κάνει αληθινή εξοικονόμηση πόρων εάν επιλέξει για τα επόμενα 15 χρόνια.
Η έκθεση επισημαίνει ότι τα 15 προσεχή χρόνια θα είναι κρίσιμα για μια μεγαλύτερη στροφή προς τις καθαρές πηγές ενέργειας, καθώς η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται εν μέσω αναδιαρθρώσεων και καταγράφονται δυσκολίες για την τήρηση του στόχου που είναι ο περιορισμός της υπερθέρμανσης του πλανήτη κατά δύο βαθμούς Κελσίου, και κατά συνέπεια η μείωση των δαπανών για την υγεία. Η επιτάχυνση της αστικοποίησης θα προκαλέσει δαπάνη 90 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για τις νέες υποδομές την προσεχή 15ετία.
Η ομάδα, στην οποία συμμετέχουν αρχηγοί κυβερνήσεων, ανώτατα στελέχη επιχειρήσεων, οικονομολόγοι και άλλοι εμπειρογνώμονες και της οποίας προεδρεύει ο πρώην πρόεδρος του Μεξικού Φελίπε Καλντερόν, απευθύνει στην έκθεση αυτή έκκληση για ένα παγκόσμιο κίνημα υπέρ της υιοθέτησης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της ανάσχεσης της αποψίλωσης των δασών και της ένταξης της έρευνας για τις πιο «καθαρές» τεχνολογίες, με στόχο την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
«Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το ποσό σύμφωνα με το παρόν μοντέλο, που παράγει μεγάλες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, ή να επιλέξουμε ένα διαφορετικό μοντέλο», εξήγησε ο Καλντερόν σε μια συνέντευξη που παραχώρησε.
Η μελέτη, που διεξήχθη στη διάρκεια της χρονιάς αυτής, ελαχιστοποιεί τα κόστη που πιθανόν να προκαλέσουν οι πράσινες επενδύσεις.
Δείχνει επίσης ότι πιο οικολογικές επενδύσεις πιθανόν να στοιχίσουν επιπλέον 270 δισ. δολάρια ετησίως, αλλά αυτές θα αντισταθμιστούν από τη μείωση άλλων δαπανών, όπως η μείωση των δαπανών για πετρέλαιο.
Η ιδέα ότι μια πολιτική για το κλίμα είναι υπερβολικά ακριβή, βασίζεται στη «παντελή έλλειψη κατανόησης των δυναμικών που διακυβεύονται στην παγκόσμια οικονομία μας. Στηρίζεται σε ένα αξίωμα που θέλει τις οικονομίες να είναι αμετακίνητες και αμετάβλητες και ότι το μέλλον δεν είναι παρά η συνέχιση των τάσεων του παρελθόντος».
«Το πως αναπτύσσονται οι μεγαλύτερες και ταχύτερα αναπτυσσόμενες πόλεις του κόσμου, θα είναι κρίσιμο για τη μελλοντική πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και το κλίμα», επισημαίνει η έκθεση που προτείνει μια στροφή προς τις «συμπαγείς πόλεις» (compact cities) που χρησιμοποιούν λιγότερη ενέργεια και επενδύουν στα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Οι πόλεις στεγάζουν το ήμισυ των 7,2 δισεκατομμυρίων ανθρώπων του πλανήτη, παράγουν το 80% της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης και αντιπροσωπεύουν περίπου το 70% της ενέργειας που έχει σχέση με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Ωστόσο πολλές αστικές περιοχές επεκτείνονται εκτός ελέγχου, τονίζει η έκθεση.
Η έκθεση υπενθυμίζει ότι τα προβλήματα υγείας και οι θάνατοι εξαιτίας της ατμοσφαιρικής ρύπανσης συνιστούν μείζονα οικονομικό περιορισμό, εκτιμώντας ότι αυτό θα αποτελούσε μια σημαντική αλλαγή για την Κίνα καθώς επηρεάζει πάνω από το 10% του ΑΕΠ της.
Παντού στον κόσμο, οι κυβερνήσεις είναι αντιμέτωπες με άρσεις αποκλεισμών στις μειώσεις εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που ευθύνεται για την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Η έκθεση που συντάχθηκε από κοινού με τον βρετανό οικονομολόγο Νίκολας Στερν, ζητεί τη σταδιακή κατάργηση της παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα και την αναδάσωση 5.000 εκατομμυρίων στρεμμάτων δασικής και καλλιεργήσιμης έκτασης ως το 2030.
Επενδύσεις που συμβάλλουν στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής μάλλον ενισχύουν την οικονομική ανάπτυξη παρά την επιβραδύνουν, όπως ευρέως εκτιμάται. Όμως ο χρόνος πιέζει, τονίζεται στην έκθεση.
«Είναι δυνατή η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και ταυτόχρονα η οικονομική ανάπτυξη», ανέφερε ο Καλντερόν, επικεφαλής της Παγκόσμιας Επιτροπής για την Οικονομία και το Κλίμα. Πολλές κυβερνήσεις και επιχειρήσεις φοβούνται εσφαλμένα ότι η λήψη μέτρων για την επιβράδυνση της κλιματικής αλλαγής θα υπονομεύσουν την απασχόληση και την ανάπτυξη.
Σχεδόν 200 χώρες εργάζονται για ένα σύμφωνο του ΟΗΕ που αναμένεται να συμφωνηθεί στο Παρίσι στα τέλη του 2015, για τον περιορισμό της αύξησης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η πρόοδος στην καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη είναι βραδεία παρά τις δύο δεκαετίες εργασιών.