Και όμως, υπάρχει τρόπος να μετατραπεί ο τελικός σε όχημα διαφήμισης του αθλήματος, του ελληνικού αθλητισμού και της Ελλάδας ολόκληρης. Να τελειώσει η βραδιά και να είμαστε όλοι χαμογελαστοί. Η λύση είναι η εξής: να καθιερωθεί η διεξαγωγή του τελικού στο εξωτερικό. Όχι σε κάποιον τυχαίο τόπο επιλεγμένο με κληρωτίδα, αλλά σε πόλεις όπου χτυπάει η καρδιά της Ελλάδας και του ξενιτεμένου Ελληνα. Στη Νέα Υόρκη, όπου η Αστόρια στεγάζει 150 χιλιάδες συμπατριώτες μας και το Νιου Τζέρσεϊ άλλους 60 χιλιάδες.
Στη Μελβούρνη, που θεωρείται η Τρίτη σε μέγεθος ελληνική πόλη του πλανήτη και ακούς παντού ελληνικά.
Στο Σικάγο, με τους 90.000 ομογενείς.
Στο Τορόντο, όπου ζουν οι περισσότεροι από τους 260 χιλιάδες Ελληνες του Καναδά.
Στη Βοστώνη, με τους Ελληνες της οποίας έχω και προσωπικούς δεσμούς.
Στο Σίντνεϊ, που τείνει να γίνει δεύτερη Μελβούρνη.
Στην Αγγλία, με τους 400 χιλιάδες Ελληνες φοιτητές και μετανάστες.
Στη Γερμανία, με τους 300.000 συμπατριώτες μας, «γκασταρμπάιτερ» και μη.
Ακόμα και στη Νότια Αφρική, όπου ζουν περισσότεροι από 100.000 Ελληνες της διασποράς.
Πιστεύω ότι το εγχείρημα θα είχε παρόμοια εισπρακτική επιτυχία ακόμα και σε ευρωπαϊκές πόλεις χωρίς ιδιαίτερο ελληνικό στοιχείο, αλλά με φίλαθλη παράδοση ή ξεχωριστή αγάπη για το μπάσκετ ή και τα δύο: Μαδρίτη, Βαρκελώνη, Βιτόρια, Τελ Αβίβ, Σιένα, Βελιγράδι, Λιμόζ, Στοκχόλμη, Κάουνας, Ζάγκρεμπ.
Οι ξένοι φίλαθλοι θα εκτιμήσουν το δώρο πολύ περισσότερο απ’όσο εμείς και θα το υποδεχθούν με ανοιχτές αγκάλες δίπλα στους απανταχού Ελληνες, αρκεί να γίνει και η απαραίτητη –στοιχειώδης- διαφήμιση.
Δεν χρειάζεται να επιχορηγήσουν (και αυτές) τις εκδρομές τα αφεντικά των ομάδων. Ας κόψουν επιτέλους τον ομφάλιο λώρο. Ή μήπως έχουν λεφτά για ξόδεμα και αθλητικό τουρισμό τα χουλιγκάνια;
Υπάρχει, πάντοτε, και η λύση της Κύπρου. Ωστόσο, η Μεγαλόνησος αντιμετωπίζει τα δικά της προβλήματα με το χουλιγκανισμό, ενώ έχει ισχυρούς πυρήνες οπαδών των ελλαδικών ομάδων. Και εννέα απ’ευθείας πτήσεις την ημέρα από Αθήνα.
Οι διψασμένοι για γουλιές Ελλάδας ομογενείς θα μετατρέψουν το τριήμερο της επίσκεψης των δύο ομάδων σε λαϊκό προσκύνημα. Δεν έχουν δα συχνά την ευκαιρία να βλέπουν από κοντά Ελληνες υπεραθλητές όπως ο Διαμαντίδης και ο Σπανούλης ή ομάδες με ευρωπαϊκά τρόπαια.
Στη Μελβούρνη, περπατάς στο δρόμο και ακούς παντού ελληνικά, μπαίνεις σε κατάστημα και σου λένε κατ’ευθείαν «καλημέρα» αν σε δουν μελαχρινό. Στη Βοστώνη, τα ελληνικά στέκια είναι αμέτρητα, ενώ στη Νέα Υόρκη υπάρχει «little Greece» όπου καλά καλά δεν μιλάει ο κόσμος αγγλικά. Υποθέτω ότι δεν χρειάζεται να συνεχίσω.
Νομίζετε ότι θα φέρουν αντίρρηση οι αθλητές και οι προπονητές; Μόνο από τις διοικήσεις μπορεί να πηγάσει διαφωνία, αλλά και αυτό είναι συζητήσιμο. Ας βάλουμε και ξένους διαιτητές, στην ανάγκη. Αμερικανούς στην Αμερική, Αυστραλούς στην Αυστραλία, Φιμπαίους στην Ευρώπη. Ή δύο ξένους και έναν Ελληνα. Ελεος πια με τη διαιτησία.
Οι Ιταλοί έκαναν το περυσινό ποδοσφαιρικό Σούπερ Καπ στη «Φωλιά του Πουλιού» στο Πεκίνο. Δεν ήταν η πρώτη φορά, αλλά η τρίτη στην Κίνα, πέμπτη συνολικά στο εξωτερικό. Η Supercoppa Italiana φιλοξενήθηκε το 2002 στην Τρίπολη της Λιβύης και το 2003 στο στάδιο των Τζάιαντς στο Νιου Τζέρσεϊ, με 55.000 κόσμο.
Η επιλογή της Κίνας υπαγορεύτηκε φυσικά από οικονομικό άνοιγμα και της Λιβύης από πολιτική υστεροβουλία, αλλά η Αμερική είναι μία διαφορετική υπόθεση. Δεν έχω ξαναδεί ξεσηκωμό σαν αυτόν των Ιταλών και Ιρλανδών μεταναστών της Νέας Υόρκης την εβδομάδα του αγώνα ΕΙΡΕ-Ιταλίας στο Μουντιάλ του ’94. Στο ποδόσφαιρο, είναι φυσικά καθεστώς η διεξαγωγή φιλικών αγώνων μεταξύ δύο «ξένων» ομάδων σε τρίτη χώρα. Πόσο κόσμο λέτε ότι θα μαζέψει ένα ματς Μπαρτσελόνα-Ρεάλ στις ΗΠΑ; Στο μπάσκετ, το αντίστοιχο «κλάσικο» μιλάει ελληνικά.
Δυσκολεύομαι να υπολογίσω το πιθανό κόστος ενός τέτοιου τολμήματος, αλλά ξέρω τούτο: ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός θα πληρώσουν και φέτος πρόστιμο 15-16 χιλιάδων ευρώ, όπως κάθε χρόνο. Οι άδειες κερκίδες του Ελληνικού δρομολογούν διαφυγόντα κέρδη, όπως και το «κεκλεισμένων των θυρών» της αναπόφευκτης τιμωρίας, χώρια οι διαφημιζόμενοι που απομακρύνονται τρέχοντας πριν συνδέσουν το όνομά τους με τους κακοποιούς και τη ζούγκλα.
Θα είναι και ωραίο μήνυμα προς τα έξω: «Δείτε, υπάρχει και αυτή η Ελλάδα». Η Ελλάδα που βρίσκει τρόπους να μετατρέπει τα παθήματά της σε μαθήματα και τις ήττες της σε νίκες. Τώρα που φτάσαμε στο απόλυτο ναδίρ, δεν έχουμε κάτι να χάσουμε.