To Καμπαρέ.. ζει στη σκιά του ναζιστικού εφιάλτη

Στα υπόγεια του Μεγάρου Μουσικής, σε δαιδαλώδεις διαδρόμους και πίσω από κλειστές πόρτες, αντηχεί το τραγούδι του «Cabaret», σαν μια απόκοσμη μελωδία που έρχεται από το? πουθενά. Μπαίνοντας στον χώρο των δοκιμών, ένας άλλος κόσμος μας υποδέχεται, τολμηρός, λαμπερός αλλά και με πολλές σκιές.

Ο Κωνσταντίνος Ρήγος, ο σκηνοθέτης της παραγωγής, δοκιμάζει ένα ακόμη χορευτικό, με τους χορευτές να κινούνται ανάμεσα σε «γαϊδούρες» με ρούχα.

Το «Cabaret» (Καμπαρέ) των Φρεντ Εμπ (στίχοι)/Τζον Κάντερ (μουσική) που σφράγισε την ιστορία των μιούζικαλ, όχι μόνο στον χώρο του θεάτρου αλλά και του σινεμά (αφού η κινηματογραφική μεταφορά του από τον Μπομπ Φος το 1972, με τη Λάιζα Μινέλι στον πρωταγωνιστικό ρόλο, απέσπασε 8 χρυσά αγαλματίδια και το έκανε πασίγνωστο σε όλο τον κόσμο) θα ανοίξει τις πόρτες του στο κοινό, την Παρασκευή, 4 Οκτωβρίου, στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.

«Δεν είναι τυχαίο που το έργο είναι πάντα επίκαιρο και ανεβαίνει τόσο συχνά σε όλο τον κόσμο, ακριβώς γιατί το υπαρξιακό του θέμα, το πώς τοποθετείται ο άνθρωπος μέσα στην κοινωνία και στη σόουμπιζ ισχύει πάντα. Οπότε με αυτή την έννοια είναι τελείως διαχρονικό και σε οποιαδήποτε εποχή και να το ανεβάσεις έχει νόημα», σχολιάζει ο σκηνοθέτης, υπεύθυνος και για τις χορογραφίες και τα σκηνικά. «Για τη σημερινή Ελλάδα έχει κάποιο μεγαλύτερο νόημα, παρ΄ότι, βέβαια, η επικαιρότητά του δεν είναι ακριβής αλλά μεταφορική», λέει ο Κωνσταντίνος Ρήγος.
«Η δύναμη των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων δεν είναι εάν μιλάνε στην εποχή ή όχι, αλλά εάν μιλάνε πάντα. Ενα σπουδαίο μιούζικαλ όπως το ''Καμπαρέ'' είναι αληθινό και πολύ καλά χτισμένο. Από εκεί και πέρα... είναι επίκαιρο στην εποχή μας, όσον αφορά την άνοδο του ναζισμού αφού αναφέρεται σε αυτήν» υπερθεματίζει ο Δημήτρης Λιγνάδης, ο οποίος μετά από καιρό αφήνει τη σκηνοθετική μπαγκέτα κι «αφήνεται» στη σκηνοθετική καθοδήγηση του Κωνσταντίνου Ρήγου.

Στο Βερολίνο του '30 μας μεταφέρει το μιούζικαλ, στη σκιά του ναζιστικού εφιάλτη όπου ένα υπόγειο Καμπαρέ κινείται στους ρυθμούς της νύχτας. Ολα τα πρόσωπα του έργου ζουν την προσωπική τους ιστορία, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της εποχής. Πάνω τους και στην ταραγμένη εποχή πέφτει η σχολιαστική ματιά του κομπέρ, ενός πληθωρικού παρουσιαστή με σαρδόνιο χιούμορ, τον οποίο υποδύεται ο Δ. Λιγνάδης. «Ο κομπέρ συνδυάζει τα στοιχεία ενός παρουσιαστή ευχάριστου, λαμπερού, μεταθεατρικού, αλλά και τα σκοτεινά του στοιχεία, ενός ανθρώπου που ζει μέσα σε ένα υπόγειο ζωής που λέγεται καμπαρέ, σόουμπιζ, τέχνη. Είναι ένας αμφίπλευρος ρόλος».

Η παράσταση κρατάει το άρωμα της εποχής, αλλά τα μέσα, ο τρόπος είναι σύγχρονος, σημερινός. Οι χαρακτήρες παραμένουν όπως τους περιγράφει το έργο.Το κείμενο διαθέτει ένα «δίπολο» το οποίο «γοητεύει» τον Κ. Ρήγο: «τη σύμβαση του Καμπαρέ, αφενός, το οποίο αποτελεί για μένα κάτι μεταφυσικό, μια και έχει να κάνει με τον θάνατο, τον αυτοσαρκασμό, με την ειρωνεία και την κριτική. Και τους ήρωες της καθημερινότητας και τις ζωές τους, αφετέρου. Το Καμπαρέ σχολιάζει τη ζωή. Και η ζωή γίνεται αφορμή για να σχολιαστεί από το Καμπαρέ. Αυτό το βρίσκω μαγικό».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το σχόλιο του Δ. Λιγνάδη. «Το στοιχείο που με γοητεύει -και είναι πάντοτε επίκαιρο για όλους τους καλλιτέχνες- είναι αυτή η διάκριση μεταξύ των δύο ζωών: της ζωής του illusion, της σόουμπιζ, των καμαρινιών, μια ψεύτικη ζωή, μια ζωή ψευδογκλαμουράτη, μέσα στην οποία όμως εμείς γινόμαστε και ευτυχείς και δυστυχείς. Και μιας άλλης ζωής, της ζωής των κανονικών ανθρώπων, που υποτίθεται ότι είναι πιο αληθινή, αλλά τελικά, όπως λέει το έργο ''life is a cabaret'', ''η ζωή είναι ένα καμπαρέ'' και προτιμούμε να μείνουμε εδώ παρά να βγούμε στην κόλαση του έξω...».

Τη μετάφραση υπογράφει η Ερι Κύργια, τη σκηνοθεσία/χορογραφία/σκηνογραφία ο Κωνσταντίνος Ρήγος, την απόδοση στίχων ο Νίκος Μωραΐτης, τη μουσική διεύθυνση/ενορχήστρωση ο Δημοσθένης Γρίβας και τη φωνητική διδασκαλία η Λία Βίσση.

«Η Φροϊλάιν Σνάιντερ είχε πολλά να μου πει»
«Μόλις διάβασα τον ρόλο της Φροϊλάιν Σνάιντερ κάτι με... γρατσούνισε. Ηταν οδυνηρό. Σίγουρα καθόλου εύκολο» μας λέει η Τάνια Τσανακλίδου, σε μια «βόλτα» στους υπόγειους χώρους του Μεγάρου, όπου πραγματοποιούνται οι πρόβες. Γι' αυτό είπε το «ναι». Αμέσως. Αλλωστε θυμάται ότι, όταν πρωτοείδε το «Καμπαρέ» στον κινηματογράφο, έπαθε «σοκ». Ηταν μαθήτρια ακόμη στη δραματική σχολή, και φυσικά... «ονειρευόμουν να παίξω τη Σάλι Μπόουλς».

Τώρα... «η Φροϊλάιν Σνάιντερ είχε πολλά να μου πει και να μου φανερώσει για μένα», ενώ «το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον του έργου έχει τρομερές αντιστοιχίες με αυτό που ζούμε σήμερα. Με αφορά σαν πολίτη» τονίζει.

Ο ρόλος της μοιάζει να της έρχεται «κόντρα», αφού υποδύεται μία γυναίκα... «πολύ δυνατή, η οποία όμως σκύβει το κεφάλι της και συμβιβάζεται στον πρώτο φόβο, στην πρώτη απειλή, αρνείται να ζήσει». Αρνείται και τον έρωτά της, τον Χερ Σουλτζ, έναν Εβραίο μανάβη που ερμηνεύει ο Μιχάλης Μητρούσης. «Το καθεστώς με διώχνει, χαλάει ο αρραβώνας, επιστρέφονται τα δώρα κι εγώ αλλάζω συνοικία» εξηγεί.

Ενα πρόσωπο το οποίο μας δίνει όλο αυτό που συνέβαινε στο Βερολίνο εκείνη την εποχή -«μια χώρα όπου υποχωρούσε στον ναζισμό κι από την άλλη μια πόλη όπου όλοι οι καλλιτέχνες ήθελαν να βρίσκονται όπου συνέβαιναν ακραία, καινούργια, πολιτικά πράγματα»- είναι η Σάλι Μπόουλς, σύμφωνα με τη Μαρία Ναυπλιώτου. Πλάσμα «λαμπερό», «χαμένο», που «παίρνει φως από το καμπαρέ κι όταν αυτό της λείπει, δεν υπάρχει» χαρακτηρίζει την ηρωίδα που υποδύεται. Η καριέρα είναι το μόνο που νοιάζει τη Σάλι Μπόουλς. Γι' αυτό και ο έρωτάς της με τον συγγραφέα του έργου δεν «ευδοκιμεί, τελικά», σχολιάζει ο Γιώργος Νανούρης, ο Κλίφορντ Μπράντσο της παράστασης. «Ερχεται από την Αμερική στο Βερολίνο, για να ζήσει στο κλίμα της εποχής, αλλά και για να βρει ένα θέμα για το βιβλίο του».

Ερνστ Λούντβιχ
Πώς ένας απλός Γερμανός παρασύρεται πολιτικά και κοινωνικά στο κίνημα του εθνικοσοσιαλισμού; Μέσα από τον Ερνστ Λούντβιχ «βλέπουμε την αθωότητα» με την οποία εμπλέκεται σε αυτή την ιδεολογία ο πολίτης, «συναντάμε τον ναζισμό εν τη γενέσει του» υποστηρίζει ο Παναγιώτης Μπουγιούρης.

Εκτός, όμως, από τον Ερνστ Λούντβιχ που «θεωρεί ότι ο Εβραίος δεν είναι Γερμανός» υπάρχει κι ένα κορίτσι, η Φροϊλάιν Κοστ, που παίρνει το μέρος των ναζιστών, «προσπαθώντας να επιβιώσει μέσα στο χάος... Δεν υποστηρίζει συνειδητοποιημένα αυτή την ιδεολογία», αλλά «βλέπει ότι είναι η πολιτική δύναμη που θα εξουσιάσει το επόμενο διάστημα. Και θέλει να είναι με τους νικητές» υπογραμμίζει η Νάντια Μπουλέ.

Advertisement

Ο ΚΑΙΡΟΣ

© 2024 dailyfun.gr all rights reserved.