Το Netflix κατακτά και την Ευρώπη

Στο «Marco Polo», την επιτυχημένη σειρά του διαδικτυακού τηλεοπτικού καναλιού Netflix, ο διάσημος Ευρωπαίος εξερευνητής βρίσκεται στην αυλή του θρυλικού Κινέζου αυτοκράτορα Κούμπλα Καν, συλλέγοντας εμπειρίες τις οποίες αργότερα μετέφερε στις περίφημες διηγήσεις του από την Ασία.

Αιώνες μετά τη συναρπαστική εκείνη εποχή, το ίδιο το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο βαδίζει στα βήματα του Μάρκο Πόλο. Με παγκόσμιο «άνοιγμα», που όμοιό του δεν έχει ξαναγίνει στον τηλεοπτικό χώρο, το Netflix έχει τα τελευταία χρόνια επεκτείνει τη δραστηριότητά του σε περισσότερες από 20 χώρες εκτός ΗΠΑ, προσθέτοντας συνεχώς νέους προορισμούς.

Εχοντας κατά νου προφανώς έναν γενικό κανόνα της παγκοσμιοποίησης, οι υπεύθυνοι του καναλιού φροντίζουν να προσεγγίσουν τις καινούριες αυτές αγορές μέσω προϊόντων, ειδικά σχεδιασμένων ή τουλάχιστον εμπνευσμένων από αυτές. Το καλό της υπόθεσης είναι ότι η όλη διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή μερικών εξαιρετικών τηλεοπτικών σειρών με διεθνή χαρακτήρα και «φρέσκους» πρωταγωνιστές από σχετικά άγνωστες περιοχές του κινηματογραφικού πλανήτη.
Η δημιουργία του «Marco Polo», που αναφέρθηκε για παράδειγμα, με μεγάλο ασιατικό καστ και εντυπωσιακά ακριβή παραγωγή –μιλάμε για μεγέθη επιπέδου «Game of Thrones»– δεν είναι καθόλου άσχετη με την ταυτόχρονη επέκταση του δικτύου.

Παράλληλα, ανάλογες παραγωγές ετοιμάζονται και για τη νότια Ευρώπη (Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία μπαίνουν στον χάρτη του δικτύου αυτό τον μήνα) με ένα ιταλικό μαφιόζικο δράμα, διά χειρός της ομάδας του «Gomorra», να είναι η πρώτη.

Με περίπου 30 εκατ. συνδρομητές εκτός ΗΠΑ και 55 εκατ. συνολικά, είναι λογικό για το κανάλι, το οποίο ξεκίνησε τις δικές του παραγωγές με το πολύ «αμερικανικό» «House of Cards», να στρέφεται τώρα και σε άλλες, πιο... εξωτικές ιστορίες – και βέβαια το Netflix σπανίως συμβιβάζεται με μετριότητες. Το «Narcos», του οποίου η πρώτη σεζόν κυκλοφόρησε το καλοκαίρι, αναπτύσσει με συναρπαστικό τρόπο την ιστορία του Πάμπλο Εσκομπάρ και του καρτέλ κοκαΐνης του Μεντεγίν γενικότερα.
Με αφήγηση που ισορροπεί ανάμεσα στη δραστηριότητα του Κολομβιανού βαρώνου και εκείνη της Αμερικανικής Δίωξης Ναρκωτικών (DEA), η σειρά επιτυγχάνει να αποδώσει ανάγλυφα ολόκληρη εποχή: οι μικροεγκληματίες της χώρας του «μαγικού ρεαλισμού» μετατράπηκαν σε ελάχιστο διάστημα σε ζάπλουτους ολιγάρχες, υπεύθυνους για την εισαγωγή του 80% της κοκαΐνης σε ολόκληρες τις ΗΠΑ – ο μύθος λέει πως ο Εσκομπάρ πλήρωνε 1.000 δολάρια τη μέρα μόνο σε λαστιχάκια για τις δεσμίδες του χρήματος...
Ταυτόχρονα, η Κολομβία έφτανε στο όριο του εμφυλίου πολέμου καθώς ο αμερικανικός παράγοντας, τα καρτέλ ναρκωτικών και οι κυβερνήσεις της χώρας βυθίζονταν σε κυκεώνα συγκρούσεων με χιλιάδες αθώα ανθρώπινα θύματα. Το σενάριο, γεμάτο «θανατηφόρες» ατάκες του τύπου «Στις ΗΠΑ η μαφία εξαφανίζει μάρτυρες για να μην καταθέσουν στο δικαστήριο. Στην Κολομβία ο Εσκομπάρ εξαφάνισε ολόκληρο το δικαστήριο», σε συνδυασμό με την προσεγμένη κινηματογραφία, χαρίζει ρυθμό και κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή.

Μεγαλύτερο πλεονέκτημα της σειράς, ωστόσο, είναι το ντόπιο στοιχείο, το γεγονός δηλαδή πως σχεδόν το σύνολο των συντελεστών προέρχεται από τη Λατινική Αμερική, κάτι το οποίο προσδίδει μια (πολύτιμη) αίσθηση αυθεντικότητας. Υπό άλλες συνθήκες, το γεγονός ότι το αμερικανικό κοινό χρειάζεται υποτίτλους για να παρακολουθήσει μεγάλο μέρος μιας σειράς, θα κρινόταν σχεδόν αυτοκτονικό· το Netflix όμως αποβλέπει πλέον και στα εκατομμύρια των ισπανόφωνων θεατών της Ν. Αμερικής. Οπως θα επισήμαινε κυνικά και ο Εσκομπάρ, τα χρήματά τους αξίζουν το ίδιο.

Να είναι άραγε η προσφιλής στην τέχνη «ρομαντικοποίηση» της παρανομίας ή απλώς η σεναριακή ένδεια που έχει οδηγήσει το σινεμά στον δρόμο των αληθινών ιστοριών τα τελευταία χρόνια; Σε κάθε περίπτωση, αναμένουμε με ενδιαφέρον.